- γυψοποιία
- η1. κατασκευή γύψου2. βιομηχανία παρασκευής γύψου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυψοποιία — η 1.η κατασκευή του γύψου. 2. η βιομηχανία της παραγωγής γύψου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)